Συνέντευξη στον Παναγιώτη Μουλόπουλο
Το δηµοσιoφραφικό κλισέ «ο καλλιτέχνης που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις» δηµιουργήθηκε για ανθρώπους σαν τον ∆ηµήτρη Καταλειφό. Έπειτα από 40 χρόνια στο σανίδι, φέτος παρουσιάζει την «Ολεάννα» του Ντέιβιντ Μάµετ και µας µιλάει για την εκπαίδευση, την ανάγκη για εξουσία αλλά και για το πώς καταφέρνει να ζει µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και προ κρίσης.
Σε μία δύσκολη περίοδο που ο κόσμος αναζητά το γέλιο, εσείς παρουσιάζετε ένα ιδιαίτερο και «βαρύ» έργο. Πώς επιλέξατε την «Ολεάννα»;
Δεν θα το έλεγα βαρύ, αλλά βαθύ και πολιτικό. Πιστεύω ότι σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που περνάμε τώρα, ο θεατής χρειάζεται να ξανά σκεφτεί και να ξανά αισθανθεί πράγματα, αλλά και να προβληματιστεί.
Το έργο διαπραγματεύεται πολύ σημαντικά προβλήματα των ημερών μας. Υπάρχουν πολλές παραστάσεις στην Αθήνα, που ενώ παίζουν απαιτητικά έργα και μεγάλων συγγραφέων, πάνε πολύ καλύτερα από τα λεγόμενα κωμικά.
Αν και πρωτοπαρουσιάστηκε πριν από 22 χρόνια, η υπόθεση είναι σαν να γράφτηκε σήμερα…Ο Μάμετ είναι ένας συγγραφέας πραγματικά του καιρού μας, καθώς διαπραγματεύεται θέματα που έχουν σχέση με τη κοινωνία, το άτομο, το φόβο, την ανασφάλεια που του γεννάνε διάφοροι θεσμοί. Στην «Ολεάννα» παρουσιάζει έναν καθηγητή και μία φοιτήτρια, όπου ο καθένας ζητάει να βρει μία θέση για να πετύχει σε έναν ανταγωνιστικό, απειλητικό κόσμο για να εξασφαλιστεί. Υπάρχει μία πολύ μεγάλη αντιπαράθεση και σύγκρουση μεταξύ τους, αφού ο ένας αποτελεί εμπόδιο για το προχώρημα του άλλου. Αυτή η σύγκρουση είναι ανελέητη. Όλα ξεκινάνε από τον φόβο που έχει ο άνθρωπος μες στην κοινωνία και που αναγκάζεται να βγάλει τα πιο ζωώδη ένστικτα του, για την επιβίωση και την ασφάλεια.
Ουσιαστικά τον καθηγητή τον καθηγητή διακατέχει μία τάση ματαιοδοξίας. Εσείς έχετε περάσει από αυτό το στάδιο; Φοβάστε τον ανταγωνισμό;Ο χώρος του θεάτρου ειδικά στις μέρες μας είναι πιο δύσκολος, αλλά η Τέχνη έχει έναν ευγενή και καλό σκοπό. Είχα την τύχη να συνεργάζομαι επί πολύ καιρό σε ίδιους χώρους, που δημιουργούσαν λίγο οικογενειακό περιβάλλον. Ήμουν προστατευμένος από θιάσους που είχαν μία διάρκεια.
Από τα 40 χρόνια που δουλεύω, τα τρία τελευταία περιπλανιέμαι λίγο περισσότερο και έτσι δεν έχω νιώσει την άγρια ανταγωνιστικότητα, όπως άλλοι ηθοποιοί.
Από αυτά τα τρία χρόνια «περιπλάνησης», έχετε νιώσει ανασφάλεια;Ζούμε αυτή την κρίση που έχει χτυπήσει όλους τους χώρους –και επειδή το θέατρο ήταν ήδη ένας χώρος ανασφάλειας, τώρα έχει υπέρ- διπλασιαστεί ο κίνδυνος. Πολλοί ηθοποιοί δεν πληρώνονται ή προσλαμβάνονται με ερασιτεχνικούς όρους ή πληρώνουν για να κάνουν μία παράσταση. Το επάγγελμα του ηθοποιού –μαζί με κάποια άλλα- έχουν πληγεί πάρα πολύ. Το αντιφατικό είναι ότι ο κόσμος μες στην κρίση, πάει στο θέατρο και το προστατεύει ακόμα.
Αυτή η 40χρονη πορεία, τι «γεύση» σας έχει αφήσει;Μου έχει αφήσει μία πολύ ευχάριστη, γιατί τα περισσότερα πράγματα που έχω κάνει με αντιπροσώπευαν, τα ήθελα, τα πίστευα. Έχω παίξει σε έργα συγγραφέων που αγαπώ και θαυμάζω απεριόριστα. Νιώθω πολύ συνεπής με τον εαυτό μου και αυτό μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Δεν έχω κάνει κάτι που να μην πιστεύω, άσχετα που μπορεί να μην αμοίβεται τόσο οικονομικά, αλλά τουλάχιστον νιώθω αξιοπρεπής.
Τι έχει αλλάξει στη ζωή σας, εν μέσω κρίσης;Έχουν συμβεί δύο πράγματα: Η μεγαλύτερη οικονομική ανασφάλεια απ’ ότι είχα παλαιότερα και μεγαλύτερο πείσμα για δουλειά. Μέσα στην γκριζάδα που έχει η Ελλάδα και η Αθήνα, στην οποία ζω, το καταφύγιο μου είναι να δουλεύω πολύ –είτε αμοίβομαι, είτε όχι. Δεν θέλω να με ρίξει η κρίση προς τα κάτω. Δεν θέλω να πάθω κατάθλιψη, ούτε να κλαίω τη μοίρα μου όπως κάνουμε όλοι. Νοιώθω πολύ ενεργητικός και μάχιμος. Πρέπει να έχεις δουλειά, ακόμα κι αν αμοίβεσαι λιγότερο ή σχεδόν καθόλου, γιατί η δουλειά είναι υγεία για το μυαλό και την ψυχή μας.